μαλάκωμα

μαλάκωμα
το [μαλακώνω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαλακώνω, μαλάκυνση, απάλυνση
2. καταπράυνση, κατευνασμός («το μαλάκωμα τού θυμού»)
3. (για την καιρική κατάσταση) η μετατροπή προς το πιο ήπιο, η καλυτέρευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαλάκωμα — το 1. το να κάνω ή να γίνει κάτι μαλακό, απαλό: Το μαλάκωμα των ρούχων γίνεται με κατάλληλα απορρυπαντικά. 2. ο κατευνασμός, το καλμάρισμα: Ο φαρμακοποιός τού πρότεινε ένα σιρόπι για το μαλάκωμα του λαιμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άμβλυνση — η (Α ἄμβλυνσις) [ἀμβλύνω] το να γίνεται κάτι αμβλύ, μετριασμός, ελάττωση ή απώλεια τής οξύτητας, τής αιχμηρότητάς του, στόμωμα νεοελλ. μείωση της οξύτητας τών παθών, μετριασμός, κατευνασμός, μαλάκωμα …   Dictionary of Greek

  • ανάλυμα — το [αναλύω] 1. διάλυση, λειώσιμο 2. μαλάκωμα κάποιου πράγματος με νερό, χύλωμα 3. ξετύλιγμα τού νήματος από το αδράχτι …   Dictionary of Greek

  • αναμάλαξη — η [αναμαλάσσω] η εκ νέου μάλαξη, μαλάκωμα, ζύμωμα …   Dictionary of Greek

  • απάλυνση — η 1. μαλάκωμα 2. μτφ. καταπράυνση …   Dictionary of Greek

  • επίτεγξις — ἐπίτεγξις, ἡ (Α) [επιτέγγω] 1. βρέξιμο, μούσκεμα, εμποτισμός με υγρό 2. μαλάκωμα που γίνεται με εμποτισμό 3. υγρή κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • κατευνασμός — ο (Α κατευνασμός) [κατευνάζω] νεοελλ. καθησύχαση, καταπράυνση, ηρέμηση, μαλάκωμα («ο κατευνασμός τής διχόνοιας») αρχ. το να οδηγεί κάποιος κάποιον στην κλίνη για να κοιμηθεί, το κοίμισμα …   Dictionary of Greek

  • κληματσίδα — και κλεμαξίδα, η (Μ κληματσίδα) κληματόβεργα, κληματίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κληματίς με μαλάκωμα τού τ , πριν από ι , πρβλ. ιδρωτίλα > δρωτσίλα] …   Dictionary of Greek

  • μάλαγμα — το (AM μάλαγμα) [μαλάσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαλάζω, η μάλαξη, το μαλάκωμα νεοελλ. πλέγμα από σχοινιά που κρέμεται στα πλάγια μέρη τού πλοίου για να εμποδίζει τις ζημιές που μπορούν να προκληθούν από πρόσκρουση σε άλλα πλοία ή στις… …   Dictionary of Greek

  • μάλαξη — η (AM μάλαξις) [μαλάσσω] το να γίνεται κάτι μαλακό, μαλάκυνση, μαλάκωμα, απάλυνση νεοελλ. συν. στον πληθ. οι μαλάξεις σύνολο χειρισμών που εκτελούνται με το χέρι επάνω στο δέρμα και, διά μέσου αυτού, στους μυς, στους τένοντες, στους ορογόνους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”